- κρεοφαγία
- ητο να τρώει κανείς κρέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρεοφαγία — κρεοφαγίᾱ , κρεοφαγία eating of flesh fem nom/voc/acc dual κρεοφαγίᾱ , κρεοφαγία eating of flesh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοφαγίᾳ — κρεοφαγίᾱͅ , κρεοφαγία eating of flesh fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοφαγία — η (AM κρεοφαγία, Α ιων. τ. κρεηφαγίη) [κρεοφάγος] το να τρέφεται κάποιος κατ εξοχήν με κρέας … Dictionary of Greek
κρεοφαγίας — κρεοφαγίᾱς , κρεοφαγία eating of flesh fem acc pl κρεοφαγίᾱς , κρεοφαγία eating of flesh fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοφαγίαι — κρεοφαγίᾱͅ , κρεοφαγία eating of flesh fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοφαγίαν — κρεοφαγίᾱν , κρεοφαγία eating of flesh fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοφαγιῶν — κρεοφαγία eating of flesh fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοφαγίαις — κρεοφαγία eating of flesh fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мѧсо˫адениѥ — МѦСО˫АДЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Употребление в пищу мяса: в нихъ же нѣ(с)... ни злата ни сребра ни ѡвоща ни вина нi порть ни мѧ(с)˫адении ни ино дѣло никотороѥ же (κρεοφαγία) ГА XIII–XIV, 31а; ли не вѣсте ˫ако въ здержани˫а мѣсто сего. и лишени˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek